- πορνογράφημα
- το порнографическое произведение, издание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορνογράφημα — το, Ν δημοσίευμα με άσεμνο περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ] … Dictionary of Greek
πορνογράφημα — το, ατος λογοτέχνημα, θέαμα κτλ. πορνικής υπόθεσης: Απαγορεύεται η κυκλοφορία των πορνογραφημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορνό — το άκλ., η πορνογραφία, το πορνογράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)